δικίδιον

δικίδιον
δῐκίδιον [ῐδ], τό, Dim. of δίκη,
A little trial, Ar.Eq.347, V.511.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικίδιον — δικίδιον, το (Α) [δίκη] μικρή δίκη …   Dictionary of Greek

  • δικίδιον — little trial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικιδίοις — δικίδιον little trial neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικιδίων — δικίδιον little trial neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”